καφέμπρικο

καφέμπρικο
και καφεδόμπρικο, το
μικρό μπρίκι για το ψήσιμο τού καφέ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κούκκουμα — η (Α κούκκουμα και κούκουμα) νεοελλ. καφέμπρικο, μπρίκι αρχ. πιθάρι, αμφορέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cucuma «είδος δοχείου»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”